Παρασκευή 4 Ιουνίου 2010

ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ΠΕΤΜΕΖΑ ΑΠΟ ΤΗ DR.ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΜΠΟΧΟΛΗ

Ανθρωποκεντρική ποίηση ενός ευαίσθητου ποιητή

Λεόντιος Πετμεζάς, Συνειδησιακές Ρήσεις, εκδ. «Συλλογές», Αθήνα 2008, σσ. 51.

Ο Λεόντιος Πετμεζάς είναι μία ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Με πλούσιο, αξιόλογο και πολύπλευρο πνευματικό έργο έχει τιμηθεί, επανειλημμένως, με σημαντικές επιστημονικές διακρίσεις και λογοτεχνικά βραβεία, κερδίζοντας τις επαινετικές κριτικές ξεχωριστών ανθρώπων από τον χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, και ενδεικτικά αναφέρω τους Έλλη Αλεξίου, Λιλίκα Νάκου, Τάσο Αθανασιάδη, Νικηφόρο Βρεττάκο, Διδώ Σωτηρίου και Μαρία Ιορδανίδου. Kι ενώ πίσω από τη σημαντική αυτή πνευματική παρουσία ίσως να ανέμενε κανείς μιαν λεπτοφυή εκείνη αίσθηση υπεροχής, έναν αδιόρατο πνευματικό κομπασμό, «ανθρώπινα» ματαιόδοξο κι όχι ανεξήγητο σε τέτοιες περιστάσεις, έρχεται η ίδια η προσωπικότητα του ποιητή σοβαρή και στοχαστική, σοβαρή στο ήθος της, για να ανασκευάσει ευχάριστα, θα τολμούσα να πω αναπάντεχα, οποιαδήποτε τέτοια προσδοκία.
Αφορμή για τον παραπάνω προβληματισμό αποτελεί η νέα ποιητική συλλογή του Λεόντιου Πετμεζά που τιτλοφορείται «…Συνειδησιακές ρήσεις…» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «συλλογές» (Αθήνα 2008), με πρόλογο της Άννας Φόνσου (όπου η αξιόλογη ηθοποιός παρατηρεί “θεατρικά” την ποιητική γραφή του Πετμεζά) και εικονογράφηση, πραγματικά εξαίρετη, από τον εικαστικό καλλιτέχνη Μιχαήλ Ρωμανό. Αφετηρία της έμπνευσης, στη νέα αυτή ποιητική δημιουργία, ο άνθρωπος, όχι όμως ο άνθρωπος στην ιδεατή του μορφή και στην «υψηλή» πνευματική του ενατένιση, αλλά «η πρωτότυπη φιγούρα του μέσου προβληματισμένου ανθρώπου, που ζει μακριά από τις «μεταφυσικές, φιλοσοφικές, θεολογικές και θεοτικές ερμηνείες» (οι οποίες, πολλές φορές, αποτελούν την εκλεπτυσμένη μεταμφίεση μιας ατομικής, χιμαιρικά εγωκεντρικής, θεώρησης των πραγμάτων και των προσωπικών αξιών). «Έξω από τα τείχη του εαυτού» προκρίνει ο Λεόντιος Πετμεζάς και σε αυτόν, που με τη στάση του και την παιδεία ζωής το κατορθώνει, ο ποιητής απευθύνεται:

Καυτή ερώτηση απόγνωσης λανθασμένα
στων χειλιών την ανοικτή θύρα περιμένει διέξοδο
κρυμμένη έντεχνα κάτω από τη γλώσσα.
Πεθαίνει ο λόγος μέσα στην ανάσα της πνοής
σέρνονται οι άνθρωποι σαν αράχνες
στις γυμνές ώρες της παρανόησης.
Με κομμένα τα γόνατα άσκοπα
Ζητιανεύουν ανελέητοι στα περάσματα
αθεράπευτοι έξω από θύρες κλεισμένες.
Χαμένη η δέηση για κοινή απόδραση (σ. 13).

Στην αυγινή δροσιά της άνοιξης με δρομολόγιο
το αιχμηρό αγκάθι του ισχυρού πόνου
χαράζει μεταδοτικά με άνεση μεταφυσική
τους παλμούς της δήθεν ιδανικής προσδοκίας (σ. 45).

Περνώντας από τα στρώματα του αέρα
παγίδα είναι σαν πτυχές τα άυλα πνεύματα (σ. 21).

Το ύφος της γραφής του Πετμεζά, στο μεγαλύτερο μέρος υπερρεαλιστικό, δίνει την αίσθηση της αιχμηρής καταγγελίας, πάντα από μια αφετηρία πνευματικής αποστασιοποίησης, καθώς πρόθεσή του είναι να απαλλάξει τον αναγνώστη -διανοητικά τουλάχιστον- από την «ανόσια επιβλητική στολή της ισοπέδωσης» (σ. 43). Αναμφίβολα με τη πένα του ο ποιητής, όπως κι αυτός παραδέχεται, «προσεγγίζει πολλαπλά νοήματα που θυμίζουν παρατακτικές παραστάσεις τονισμένες σε κύκλους», μια σφαιρική και πολλαπλή εκμετάλλευση του πλούσιου ποιητικού υλικού του, στη φιλόδοξη προσπάθειά του διερεύνησης των ορίων της ποιητικής γλώσσας. Ωστόσο, σε όλο το έργο του έντονη είναι η αίσθηση ότι υπάρχουν δύο επίπεδα λόγου, καθώς κάτω από την επιφάνεια διαφαίνεται έκδηλη η υπαρξιακή αγωνία του ιδίου. Η ατμόσφαιρα των ποιημάτων του, φορτισμένη από τον έντονο προβληματισμό για τον κόσμο που ζούμε, για τον κόσμο που παραδίδουμε στο μέλλον, δείχνει αφετηρίες βιωματικές, την αγωνιώδη προσπάθεια του Πετμεζά να επιζήσει διανοητικά, υπαρξιακά, από τη στιγμή που τα επισφαλή ιδεολογικά συστήματα καταρρέουν και «η ανήλιαγη φύτρα της ανασφάλειας οδεύει από τον αμαρτωλό δρόμο στην εξομοίωση της εξαθλίωσης» (σ. 17).

Ακρωτηριασμένες μαριονέτες οι ιδεολογίες
συνόδεψαν ρηχά τα συνειρμικά κηρύγματα
που έφεραν το τέλος των -ισμων της πολιτικότητας.
Χάθηκαν σαν τις μάταιες ελπίδες στη βροχή (σ. 27).

Ο ίδιος «αντιλαμβάνεται την ήττα» (σ. 7), εσωτερικά βασανίζεται από τον απόηχό της, αλλά συνειδητοποιημένα αντιστέκεται» (σ. 7). Η στάση του ποιητή μια «στάση συμμετοχικότητας» (σ. 6), απέναντι σε μία κοινωνία «χωρίς όνειρα, χωρίς ιδεολογίες, χωρίς πρότυπα» (σ. 7), καταλήγει, εν τέλει, σε μία αισιόδοξη πίστη, ορατή στο τέλος του βιβλίου, για τη δυνατότητα ενός πνευματικού, φιλοσοφικού μετασχηματισμού, στη βάση τού κοινωνικού. Αναγνωρίζει βεβαίως στον «θηριώδη» (σ. 7) και «οπισθοδρομικό» (σ. 24) κόσμο του σήμερα τη δυσκολία του ατόμου, «αθώου ενόχου» (σ. 15), να βρει «της σωτηρίας τη διέξοδο για αυτοσυντήρηση» (σ. 14), μακριά από τις «άχρηστες σκέψεις» (σ. 47). Με τόλμη ωστόσο ο ίδιος, στέκεται απέναντι στον συνάνθρωπο, πρωτίστως απέναντι στον εαυτό του, και τον απογυμνώνει από τις «φτηνές φιλολογίες» (σ. 40) και «τα αλχημιστικά καραβάνια της γνώσης» (σ. 23), δίνοντάς του το μέτρο ακέραια να σταθεί «πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα» (σ. 17), ώστε με «βλέμμα αφυπνισμένο» (σ. 49), «περίσκεψη» (σ. 48), «με ορμή και παρρησία ακλόνητη» (σ. 46) να εγκαταλείψει «τα άδεια όνειρα της εξάρτησης» (σ. 46) και την «πρόθεση της νωθρής προκατάληψης» (σ. 47). Ο λόγος που υψώνει είναι στηλιτευτικός: Όχι στον άβουλο και «φοβισμένο» (σ. 15) άνθρωπο, αυτόν που ακολουθεί μικρά βήματα προφητών (σ. 22), «με θέλγητρο μετάλλαξης σκέτα απατηλό» (σ. 26), ναι, όμως, στον πρωτοπόρο, στον αέναο αναζητητή «που θα δει ξεκάθαρα στο τέλος μπροστά με υπόσχεση» (σ. 49)-από την άποψη αυτή η ποίησή του Λεόντιου Πετμεζά είναι μία «ποίηση πολιτικοποιημένη», όπως εύστοχα σημειώνει η Λίλη Ζωγράφου (σ. 6), καθώς, όπως επισημαίνει ο Αθανασιάδης, «ανατρέπει ποιητικά κάθε υπάρχον κρατούν φθαρμένο ιδεολόγημα» (σ. 6). Διαφωτιστικές για την ποιότητα και την ένταση αυτής της ποιητικής προσφοράς του Πετμεζά είναι οι σκέψεις του κριτικού Βασίλη Στεριάδη (Η τέχνη της ανάγνωσης (Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004, σ. 199), όσον αφορά στη σύζευξη της προσωπικής γραφής ενός ποιητή και του κοινωνικού του ρόλου: « Ο Πάουντ γράφει κάπου πως η λογοτεχνία δεν υπάρχει στο κενό. Οι συγγραφείς έχουν μια ορισμένη κοινωνική λειτουργία, που αντιστοιχεί ακριβώς στην ικανότητά τους ως συγγραφέων. Την κοινωνική αυτή λειτουργία θα πρέπει να την εννοούμε πάντα σε σχέση με την ανάδειξη μιας προσωπικής φωνής»-προσωπική φωνή που αναμφίβολα αναδύεται στην ποίηση του Πετμεζά, αιχμηρή, υπόκωφα ειρωνική, «με ένστικτο» προκλητική (σ. 15).

Οι άνθρωποι δίπλα-δίπλα σαν θύματα
προσταγμένοι προχωρούν στη χειραφέτηση
προσμένοντας την άγνωστη εξέλιξη.
Χωρίς καμιά σφραγίδα εγγύησης απομονωμένοι
Ανώτερες δυνάμεις τους κερνούν
πικρούς λωτούς λησμονιάς
όπως στους κάθε είδους αδιόρθωτους είλωτες
που πρόβαλαν απ'A τα ανύπαρκτα με ιδιοσυγκρασία βίαιη
για τη γέννηση της ψυχοφθόρας νάρκης.
Ολομόναχοι σύρονται στη σκηνή της αντίφασης
σαν τα κατασκευάσματα ενός ανύπαρκτου Θεού
που αν υπήρχε ίσως τους έπλαθε και αυτούς
κατ'A εικόνα και ομοίωση (σ. 16).

Η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως αυτή διαφαίνεται στην ποίηση του Πετμεζά, στη συνάφειά της με τους άλλους και ταυτόχρονα στην μοναξιά της, υποδεικνύει λυρικά την ανάγκη αντίστασης στα αλλοτριωτικά σχήματα της εποχής μας. Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι αυστηρή, οξεία, αδιαπραγμάτευτη, μέσα όμως από μία βαθειά αίσθηση ανθρώπινης, υπαρξιακής, αλληλεγγύης που γίνεται αισθητή στο έργο του, κομίζοντας έναν τόνο ελπιδοφόρας, προφητικής, θεώρησης των πραγμάτων:

Τα επιδέξια φτερά στο σεληνιακό τοπίο
θα απαλλάξουν κάποτε
όχι λίγα ή μονοσήμαντα
τα άδεια όνειρα της εξάρτησης
με ορμή και παρρησία ακλόνητη.
Με δυναμική έλξη αυτοπροστασίας
θα αποσπαστούν από την μίζερη εμπλοκή
στα λιμνάζοντα νερά των τύψεων (σ. 46).

Αγγελική Γ. Κομποχόλη
Φιλόλογος-Δρ. Λαογραφίας

Το κείμενο προέρχεται από το lexima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου